- κλῳός
- κλοιόςdog-collarmasc nom sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλωός — κλῳός, ὁ (Α) βλ. κλοιός … Dictionary of Greek
Ἐκ παντὸς ξύλου κλῷος γένοιτ’ ἄν καὶ θεός. — ἐκ παντὸς ξύλου κλῷος γένοιτ’ ἄν καὶ θεός. См. Из одного дерева икона и лопата … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
из одного дерева икона и лопата — (иноск.) из каждого предмета можно сделать и хорошее и дурное Ср. άφ ένός ξύλου καί σταύρός καί πτύον. Имп. Василий II о неравенстве братьев. Ср. έκ ταύτού ξύλου καί σταύρός καί πτύον. Planud. 38. Ср. έκ παντός ξύλου κλώος γένοιτ άν καί θεός. Из… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Из одного дерева икона и лопата — Изъ одного дерева икона и лопата (иноск.) изъ каждаго предмета можно сдѣлать и хорошее и дурное. Ср. ἀφ ἑνὸς ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. Имп. Василій II о неравенствѣ братьевъ. Ср. ἐκ ταὐτοῦ ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. Planud. 38. Ср. ἐκ παντὸς … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κλοιός — Μεταλλικό στεφάνι, κυκλικός δεσμός (κυρίως γύρω από τον λαιμό ή τα χέρια)· ειδικό στεφάνι, σιδερένιο ή ξύλινο, που το χρησιμοποιούσαν ως όργανο βασανιστηρίων ήδη από την αρχαιότητα. Η απλούστερη μορφή του ήταν μια επίπεδη σανίδα με τρεις τρύπες,… … Dictionary of Greek
κλωομάστιξ — κλῳομάστιξ, ιγος, ὁ (Α) αυτός που είναι δεμένος με κλοιό και μαστιγώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῳός, παρλλ. τ. τού κλοιός + μάστιξ (< μάστιξ), πρβλ. γραμματικο μάστιξ, ρητορο μάστιξ] … Dictionary of Greek